διδασκαλία

διδασκαλία
διδασκαλία, ας, ἡ (s. διδάσκω; Pind.+).
the act of teaching, teaching, instruction (X., Oec. 19, 15 ἆρα ἡ ἐρώτησις δ. ἐστίν; Epict. 2, 14, 1; SIG 672, 4 [II B.C.] ὑπὲρ τᾶς τῶν παίδων διδασκαλίας al.; POxy 1101, 4; Sir 39:8; Philo; Jos., Ant. 3, 5; 13, 311; Just., A II, 10, 1; Ath. 33, 2) Ro 12:7. Of Timothy in role as superintendent or overseer 1 Ti 4:13, 16; εἰς δ. ἐγράφη was written for instruction Ro 15:4; ὠφέλιμος πρὸς δ. useful for instr. 2 Ti 3:16 (perh. a rabbinic-type expr., לִלְמַד, cp. Sanh. 73a, underlies the usage of δ. with a prep. in these two passages). πρὸς τ. χρείας as the needs required Papias (2:15).
that which is taught, teaching, instruction (cp. X., Cyr. 8, 7, 24 παρὰ τῶν προγεγενημένων μανθάνετε. αὕτη γὰρ ἀρίστη δ.; Sir 24:33; Pr 2:17; ancient Christian prayer [CSchmidt: Heinrici Festschr. 1914 p. 71, 26] δ. τῶν εὐαγγελίων; Just., D. 35, 2 καθαρᾶς δ. al.) w. ἐντάλματα ἀνθρώπων (after Is 29:13) Mt 15:9; Mk 7:7; Col 2:22; δ. δαιμονίων 1 Ti 4:1 (cp. αἱ δ. τῆς πλάνης Theoph. Ant. 2, 14 [p. 136, 21]); κακὴ δ. IEph 16:2; δυσωδία τῆς δ. 17:1.—Eph 4:14. Freq. of the teachings of eccl. Christianity (αἱ δ. τῆς ἀληθείας Theoph. Ant. 2, 14 [p. 136, 14]): δ. τοῦ σωτῆρος ἡμῶν θεοῦ Tit 2:10 (on the gen. cp. En 10:8 ἡ δ. Ἀζαήλ); δ. ὑγιαίνουσα 1 Ti 1:10; 2 Ti 4:3; Tit 1:9; 2:1; καλὴ δ. 1 Ti 4:6; ἡ κατʼ εὐσέβειαν δ. godly teaching 6:3. Of dissident teaching: ἀπὸ τῆς δ. αὐτῶν ἀποφεύγετε AcPlCor 2:21.W. no modifiers w. λόγος 5:17; 6:1; 2 Ti 3:10; Tit 2:7. παραβολὰς και διδασκαλίας Papias (2:11).—M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διδασκαλία — διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc/acc dual διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλίᾳ — διδασκαλίαι , διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλία — η 1. η μετάδοση γνώσεων από δάσκαλο σε μαθητή, η διδαχή: Η διδασκαλία των αρετών της ζωής είναι δύσκολο έργο. 2. το σύνολο των διδαγμάτων ενός φιλοσοφικού συστήματος ή μιας θρησκείας: Η διδασκαλία του Σωκράτη είναι η γνωστότερη της αρχαιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδασκάλια — διδασκάλιον thing taught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδελφική Διδασκαλία — Φυλλάδιο του Αδ. Κοραή, που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο Παρίσι (1798). Ο πλήρης τίτλος του είναι Αδελφική Διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς, εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνυμίας εν ονόματι του… …   Dictionary of Greek

  • Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλίας — διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem acc pl διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλίαι — διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβισμός — Διδασκαλία του Βαβ (βλ. λ.) και των διαδόχων του. Περιέχεται σε δύο βιβλία, το Μπαγιάν (Έκθεση) και το Κιτάπ ι Ακντάς (Υπεράγιο βιβλίο). Πρόκειται για μεταρρυθμιστική διδασκαλία του ισλαμισμού, που διατυπώθηκε με διάθεση κριτικής κατά του… …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλίαν — διδασκαλίᾱν , διδασκαλία teaching fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”